Λεσβιῶν

Λεσβιῶν
Λεσβίζω
fut part act masc nom sg (attic epic doric)
Λεσβιάζω
do like the Lesbian women
fut part act masc voc sg
Λεσβιάζω
do like the Lesbian women
fut part act neut nom/voc/acc sg
Λεσβιάζω
do like the Lesbian women
fut part act masc nom sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Λεσβίων — Λέσβιος from Lesbos fem gen pl Λέσβιος from Lesbos masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεσβίων — λέσβιος from Lesbos fem gen pl λέσβιος from Lesbos masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • Dimitri Kitsikis — (Δημήτρης Κιτσίκης) (2 juin 1935 à Athènes ) est un historien turcologue de géopolitique et professeur de relations internationales à l université d’Ottawa (Canada), depuis 1970. Il est membre de l Académie canadienne (Société Royale du Canada)… …   Wikipédia en Français

  • Dimitri Kitsikis — (Greek: Δημήτρης Κιτσίκης) (born 2 June 1935 in Athens, Greece) is a Greek Turkologist, Professor of International Relations and Geopolitics. He has also published poetry in French and Greek. Contents …   Wikipedia

  • λεσβάρχης — λεσβάρχης, ὁ (Α) επιγρ. ο πρόεδρος, ο προϊστάμενος τού ιερού συμβουλίου τών Λεσβίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λέσβος + άρχης (< ἄρχω), πρβλ. στρατ άρχης, ταγματ άρχης] …   Dictionary of Greek

  • λεσβίος — ία, ο, θηλ. και λεσβιάδα (AM λεσβίος, ία, ον, Α θηλ. και λεσβίας, άδος και λεσβίς, ίδος) [Λέσβος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή προέρχεται από τη Λέσβο 2. (το αρσ. και θηλ. ως εθνικά) ο Λεσβίος, η Λεσβία ο κάτοικος τής Λέσβου ή… …   Dictionary of Greek

  • λεσβιακός — ή, ό (Α λεσβιακός, ή, όν) [Λέσβιος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λέσβο ή στους Λεσβίους (α. «λεσβιακή διάλεκτος» β. «λεσβιακός έρωτας»). επίρρ... λεσβιακώς με τρόπο όμοιο με τον τρόπο τών Λεσβίων …   Dictionary of Greek

  • Κρέτσμερ, Πολ — (Paul Kretschmer, Βερολίνο 1866 – Βιέννη 1956). Γερμανός γλωσσολόγος και ελληνιστής. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες και επιστημονικές σπουδές του, διορίστηκε αρχικά υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου δίδαξε επί έξι χρόνια, και μετά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”